- αρχιεροθύτης
- ἀρχιεροθύτης, ο (Α)ο πρώτος ιεροθύτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… … Dictionary of Greek